- φτυαριά
- φτυαριά, η και φκιαριά, η1. η ποσότητα που χωράει στο φτυάρι.2. χτύπημα με φτυάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτυαριά — η, Ν 1. η ποσότητα που χωράει σε ένα φτυάρι 2. χτύπημα με φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτυάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… … Dictionary of Greek
φκιαριά — η βλ. φτυαριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)